καλβινιστής

καλβινιστής
ο
θηλ. καλβινίστρια οπαδός της διδασκαλίας του Καλβίνου: Σε πολλά μέρη της Ευρώπης οι καλβινιστές διώκονταν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλβινιστής — ο και καλβινίστρια οπαδός τής διδασκαλίας τού Καλβίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calviniste < κύριο όν. Calvin «Καλβίνος» + κατάλ. iste. Η λ. μαρτυρείται από το 1632 στον Ματθαίο Καρυοφύλλη] …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • καλβινικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καλβίνο ή στον καλβινισμό 2. το αρσ. ως ουσ. καλβινικός καλβινιστής*, αυτός που ασπάζεται τις αρχές τού Καλβίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. calvinien < κύριο όν. Calvin… …   Dictionary of Greek

  • Γκέλινξ, Άρνολντ — (Arnold Geulincx, Αμβέρσα 1624 – Λέιντεν 1669). Φλαμανδός φιλόσοφος. Καθηγητής από το 1646 στο πανεπιστήμιο της Λουβέν, δίδαξε εκεί έως το 1658, όταν αναγκάστηκε να φύγει, γιατί υποστήριζε τις καρτεσιανές θεωρίες. Εγκαταστάθηκε τότε στο Λέιντεν,… …   Dictionary of Greek

  • Κάμερον, Τζον — (John Cameron, 1579 – 1625). Σκοτσέζος μεταρρυθμιστής θεολόγος. Δίδαξε την ελληνική γλώσσα στη Γλασκόβη και έγινε εφημέριος στο Μπορντό και καθηγητής στην ακαδημία του Μοντομπάν. Υποστήριζε ότι η γνώση του καλού και του κακού στον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek

  • Μπεζά, Τεοντόρ — (Theodore Beza ή Theodore de Beze, 1519 – 1605). Γάλλος διαμαρτυρόμενος θεολόγος, κυριότερος συνεργάτης και διάδοχος του Καλβίνου. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια του Βεζελέ Σπούδασε στη Μπουρζ και στην Ορλεάνη και κατόπιν πήγε στο Παρίσι …   Dictionary of Greek

  • Ομπινιέ, Τεοντόρ Αγκριπά ντ’ — Aubignι, Σεν Mορί 1552 – Γενεύη 1630). Γάλλος ποιητής. Καλβινιστής και κάτοχος της κλασικής παιδείας, πέρασε όλη τη ζωή του παίρνοντας μέρος σε θρησκευτικούς πολέμους. Όταν το 1572 κατάφερε να σωθεί από τις σφαγές του Aγίου Βαρθολομαίου έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Σκαλιζέ, Ιωσήφ Ζυστ — (Scaliger). Γάλλος ουμανιστής ιταλικής καταγωγής (1540 1609). Ήταν καλβινιστής από το 1562. Πήρε μέρος στους θρησκευτικούς πόλεμους στη Γαλλία και μετά τη νύχτα του Άγιου Βαρθολομαίου κατάφυγε στη Γενεύη. Από το 1593 διέμενε στην πόλη Λέυντεν της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”